- νότια
- νότιοςmoistneut nom/voc/acc plνότιοςmoistneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νοτία — νοτίᾱ , νότιος moist fem nom/voc/acc dual νοτίᾱ , νότιος moist fem nom/voc sg (attic doric aeolic) νοτίᾱ , νοτία damp fem nom/voc/acc dual νοτίᾱ , νοτία damp fem nom/voc sg (attic doric aeolic) νοτίᾱ , νοτιάω pres imperat act 2nd sg νοτίᾱ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοτίᾳ — νοτίᾱͅ , νότιος moist fem dat sg (attic doric aeolic) νοτίαι , νοτία damp fem nom/voc pl νοτίᾱͅ , νοτία damp fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοτιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 595 μ.) στην πρώην επαρχία Αλμωπίας του νομού Πέλλης. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της επαρχίας, κοντά στα σύνορα με τη Νοτιοσλαβία. * * * η (ΑΜ νοτία, Α ιων. τ. νοτίη) καιρός γεμάτος υγρασία, υγρός καιρός νεοελλ. το… … Dictionary of Greek
νοτιά — η 1. σημείο του ορίζοντα, μεσημβρία, νότος: Το στερνό το σάλπισμά της θα σαλπίσει, σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση (Παλαμάς). 2. νότιος άνεμος, νοτιάς, όστρια. 3. υγρασία: Η νοτιά με πειράζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νότια Καρολίνα — Πολιτεία των ΗΠΑ. Βλ. λ. Καρολίνα, Νότια … Dictionary of Greek
Νότια — Νότιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νότια Αφρική — Βλ. λ. Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία … Dictionary of Greek
Νότια Γεωργία — (South Georgia). Νησί (4.144 τ. χλμ., 4.000 κάτ.) του νότιου Ατλαντικού που βρίσκεται μεταξύ 54° και 55° νότιου γεωγραφικού πλάτους περίπου 2.000 χλμ. στα Α της Γης του Πυρός· διοικητικά εξαρτάται από τη βρετανική αποικία των νήσων Φάλκλαντ, αλλά … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
Νέα Νότια Ουαλία — (New South Wales). Ομόσπονδη Πολιτεία (801.600 τ. χλμ., 5.761.900 κάτ.) της Αυστραλίας. Βρίσκεται στη νοτιοανατολική πλευρά της Αυστραλίας και βρέχεται στα Α από τον Ειρηνικό ωκεανό και ορίζεται από την Κουίνσλαντ στα Β, τη Βικτόρια στα Ν και τη… … Dictionary of Greek